χελωνοειδής

χελωνοειδής
-ές, ΝΜ
αυτός που μοιάζει με χελώνα στο σχήμα ή στη βραδυπορία
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. τα χελωνοειδή
ζωολ. παλαιότερη ονομασία για τα χελώνια.
επίρρ...
χελωνοειδώς Ν
με αργή κίνηση, σαν τη χελώνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χελώνη + -ειδής*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • χελωνοειδής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που έχει το σχήμα χελώνας, ο βραδυκίνητος σαν τη χελώνα: Έκαμε μια χελωνοειδή κίνηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χελωνοειδεῖ — χελωνοειδής like a tortoise masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) χελωνοειδής like a tortoise masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χελωνοειδοῦς — χελωνοειδής like a tortoise masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… …   Dictionary of Greek

  • χελωνοειδώς — Ν επίρρ. βλ. χελωνοειδής …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”